ἑσπερίδων

ἑσπερίδων
ἑσπερίς
western
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἑσπερίδων — Ἑσπερίς western fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • εσπερίδα — η (AM ἑσπερίς, ίδος) [εσπέρα] νεοελλ. 1. φιλική βραδινή συγκέντρωση 2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό 3. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών 4. στον πληθ. οι εσπερίδες οικογένεια λεπιδόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • εσπερίδες — (hesperidae). Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 2.500 είδη. Έχουν χοντρό κορμό, κοντά φτερά και κεραίες που στην άκρη τους είναι ροπαλόμορφες. Το χρώμα τους κυμαίνεται από το ωχρό κίτρινο μέχρι το μαύρο, και στα… …   Dictionary of Greek

  • Έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • Λίξος — ο μυθική χώρα τής δυτικής Αφρικής, όπου υπήρχαν οι κήποι τών Εσπερίδων …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Φόρκυς — Θαλασσινός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ως πατέρας της Θοόσης, μητέρας του Πολύφημου. Με το όνομά του ήταν γνωστό ένα λιμάνι στην Ιθάκη. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, ήταν γιος του Πόντου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”